- ἐπιπλανάομαι
- ἐπι-πλανάομαι, darauf umhergetrieben werden, umherirren. Auch κιττὸς ἐπιπλανώμενος, der sich umrankt, Longus Pastor
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐπιπλανῶνται — ἐπιπλανάομαι pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) ἐπιπλανάομαι pres ind mp 3rd pl ἐπιπλανάομαι pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανωμένων — ἐπιπλανάομαι pres part mp fem gen pl ἐπιπλανάομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανῶ — ἐπιπλανάομαι pres imperat mp 2nd sg ἐπιπλανάομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανώμενον — ἐπιπλανάομαι pres part mp masc acc sg ἐπιπλανάομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανηθείς — ἐπιπλανάομαι aor part mp masc nom/voc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανηθείσης — ἐπιπλανάομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανηθῆναι — ἐπιπλανάομαι aor inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανᾶσθαι — ἐπιπλανάομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανώμενοι — ἐπιπλανάομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανώμενος — ἐπιπλανάομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλανωμένας — ἐπιπλανωμένᾱς , ἐπιπλανάομαι pres part mp fem acc pl ἐπιπλανωμένᾱς , ἐπιπλανάομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)